ὀλίος

ὀλίος
ὀλίος, later form of ὀλίγος, first in Pl. Com.168, Rhinth.2,8, then in Inscrr. and Pap. from 300 B.C., PPetr.2p.2 (iii B. C.), IG22.1227.8 (ii B. C.), etc.
II Ἀπόλλων Ὄλιος, v. οὔλιος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ολίος — ὀλίος, η, ον (Α) (μτγν. τ.) βλ. λίγος …   Dictionary of Greek

  • όλιος — ὄλιος, ὁ (Α) (ως κύριο όν. Οὔλιος, προσωνυμία τού Απόλλωνος) βλ. ούλιος …   Dictionary of Greek

  • σαόπτολις — όλιος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που φυλάγει, προστατεύει και σώζει τις πόλεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + πτόλις / πόλις] …   Dictionary of Greek

  • φερέπτολις — όλιος, ὁ, ἡ, Α βλ. φερέπολις …   Dictionary of Greek

  • λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… …   Dictionary of Greek

  • ούλιος — (I) οὔλιος, ία, ον (Α) 1. ολέθριος, θανατηφόρος («οὔλιος ἀστήρ», Ομ. Ιλ.) 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριον όν.) Ούλιος και Όλιος, Οὐλία και Ὀλία προσωνυμία τού Απόλλωνος και τής Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος». Το επίθ. αποδόθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Lisbonne — Lisboa Héraldique …   Wikipédia en Français

  • ημιόλιος — ία, ο (Α ἡμιόλιος και δωρ. τ. ἁμιόλιος, ία, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί πλέον, ο ενάμισυς 2. το ουδ. ως ουσ. το ημιόλιο(ν) ήμισυ επί πλέον, δηλαδή ενάμισυ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ήμιολία ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο …   Dictionary of Greek

  • τρίπολις — όλεως, ΝΜΑ, και τρίπολη Ν, και ιων. τ. γεν. όλιος Α 1. (στην αρχ. Ελλάδα) ένωση τριών πόλεων 2. ως κύριο όν. Τρίπολη και Τρίπολις ονομασία διαφόρων πόλεων νεοελλ. άλλη ονομασία τού πετρώματος τριπολίτιδα γη αρχ. 1. αυτός που είχε τρεις πόλεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”